- προχυτήριον
- προ-χῠτήριον, τό, =A fusorium, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προχυτήριον — τὸ, Α χώρος έκχυσης λυμάτων, αποχέτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προχέω + επίθημα τήριον (πρβλ. περι χυ τήριον)] … Dictionary of Greek